- ρακοπώλης
- οαυτός που πουλά ρακή και άλλα οινοπνευματώδη ποτά (μαστίχα, ούζο κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρακοπώλης — ο, Ν ο πωλητής ρακής ή και άλλων οινοπνευματωδών ποτών, ρακιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί / ρακή + πώλης*] … Dictionary of Greek
ρακάς — ο, Ν [ράκος] 1. ρακοπώλης 2. ρακοπότης … Dictionary of Greek
ρακιτζής — ο, Ν 1. πωλητής ή παραγωγός ρακής, ρακοπώλης 2. ρακοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
ρακοπωλείο — και ρακοπουλειό, το, Ν [ρακοπώλης] κατάστημα πώλησης ρακής ή κατάστημα όπου παρέχεται ρακή ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά για πόση, ρακιτζήδικο … Dictionary of Greek